εκτοξευτικός

εκτοξευτικός
-ή, -ό
που έχει την ιδιότητα να εκτοξεύει, εκσφενδονιστικός: Εκτοξευτική συσκευή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκτοξευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτόξευση, που έχει την ιδιότητα να εκτοξεύει, ο εκσφενδονιστικός («εκτοξευτικός σωλήνας») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”